unrestricted partition - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unrestricted partition - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unrestricted (disambiguation); Unrestricted (album)

unrestricted partition      

математика

разбиение без ограничений

restricted partition         
  • x
  • *
  • k}}
  • *
DECOMPOSITION OF AN INTEGER AS A SUM OF POSITIVE INTEGERS
Partition of an integer; Partition of a number; Ferrers graph; Ferrers diagram; Integer partition function; Partition of numbers; Rademacher's series; Ferrars diagram; Number partitioning problem; Integer partition; Integer partitions; Rademacher series; Ferrers Diagrams; Partition theory; Restricted partition; Conjugate partition; Conjugate partitions; Euler's partition theorem

математика

разбиение на ограниченные части

conjugate partition         
  • x
  • *
  • k}}
  • *
DECOMPOSITION OF AN INTEGER AS A SUM OF POSITIVE INTEGERS
Partition of an integer; Partition of a number; Ferrers graph; Ferrers diagram; Integer partition function; Partition of numbers; Rademacher's series; Ferrars diagram; Number partitioning problem; Integer partition; Integer partitions; Rademacher series; Ferrers Diagrams; Partition theory; Restricted partition; Conjugate partition; Conjugate partitions; Euler's partition theorem

математика

сопряжённое разбиение

Ορισμός

unrestricted
¦ adjective not limited or restricted.
Derivatives
unrestrictedly adverb

Βικιπαίδεια

Unrestricted

Unrestricted may refer to:

  • Unrestricted (Da Brat album)
  • Unrestricted (Symphorce album)
  • Unrestricted carry, a situation within a jurisdiction in which the carrying of firearms is not restricted in any way by the law
Μετάφραση του &#39unrestricted partition&#39 σε Ρωσικά